Μη χαθούμε

Τώρα που έχουν φύγει όλοι και το τραπέζι είναι γεμάτο αποφάγια και άδεια μπουκάλια, έχω κάτσει σιωπηλός στην κορυφή αποτελειώνοντας το κρασί μου. Η Καρολίνα είπε πως αύριο θα φύγει και ελπίζει να τα ξαναπούμε. Σε μήνες, χρόνια· δεν έχει σημασία. Μου είπε να μην χαθούμε κι εγώ απλά χαμογέλασα. Πόσο εύκολα την ξεστομίζουμε αυτή τη φράση. Πώς να μην χαθούμε; Κάθε μέρα χανόμαστε. Κάθε στιγμή μας καταπίνει η ζωή και οι παράξενες κινήσεις της. Η Σόνια με φίλησε τρυφερά στο μάγουλο και με χάιδεψε στον ώμο. Δεν μίλησε. Ούτε κι εγώ είπα τίποτα. Μέτρησα τα βήματά της μέχρι την πόρτα θαυμάζοντας σαν πιστός προσκυνητής τις σπίθες που εκτοξεύονταν απ' την αρμονική τριβή της πίσω μεριάς της. Εκείνη το ήξερε ότι είμαστε ήδη χαμένοι και δεν γύρισε να με κοιτάξει ούτε λίγο. Ο Ροντρίγκο με πλημμύρισε ευχές για το άγνωστο υπόλοιπο της ζήσης μου. Φεύγει κι αυτός για τα μεγαλεία του κόσμου των επιχειρήσεων. Σε κάποια μεγάλη πόλη, μεγάλο σπίτι. Θα τα λέμε στο τηλέφωνο, ρε μαλάκα μου είπε. Εντάξει του είπα και η πόρτα έκλεισε. Τελευταία έμεινε η Κατερίνα. Αγκαλιαστήκαμε σφιχτά για ένα διάστημα σχεδόν ενός λεπτού που μετά ήταν σαν μην υπήρξε. Δεν χορταίνεις ποτέ με την αγάπη, όση κι αν πάρεις. Μου είπε ότι με περιμένει στο καινούριο της σπίτι, αύριο το μεσημέρι να φάμε παρέα. Θα περάσω της είπα, αν και ήξερα ότι αύριο ίσως να βρίσκομαι στο πουθενά. Φιληθήκαμε και γύρισε να με κοιτάξει καθώς έκλεινε την πόρτα. Για μια στιγμή σκέφτηκα να την κλειδώσω. Ποιος να μπει, όμως; Μόνο ο αέρας, οι αμφιβολίες και λίγη αλήθεια. Καλό είναι να μην μπαίνει πολλή αλήθεια. Το ψέμα μας τρέφει. Αυτό μας σηκώνει απ' το κρεβάτι τα πρωινά.

Πήρα αγκαλιά τη σιωπή και βύθισα τα μάτια μου και όλο μου το είναι στο κενό.Δεν μπορείς να περιμένεις τίποτα, σκέφτηκα, πέρα απ' το θάνατο. Στη μέση του τραπεζιού ένα τσιγάρο κάπνιζε στο τασάκι. Το άφησα να καίγεται και κατέβασα όλο το κρασί που είχε το ποτήρι μου με μια γουλιά. Μη χαθούμε, μη χαθούμε, μη χαθούμε. Σαν ρεκλάμα που αναβοσβήνει στο βάθος του δρόμου. Το έγραψα, με το στυλό που έχω πάντα στη τσέπη μου, σε όσες χαρτοπετσέτες βρήκα μπροστά μου. Άρχισα να γελάω πνιχτά στην αρχή, ύστερα δυνατά και πιο δυνατά. Ένα γέλιο σαν αντίλαλος στην κορυφή του βουνού. Έπεσα στο πάτωμα κρατώντας την κοιλιά μου απ' τα γέλια. Οι χαρτοπετσέτες σκορπίστηκαν παντού τριγύρω μου. “Μη χαθούμε!”. Χα χα χα!

Αφού πάντα χαμένοι ήμασταν.

Θανάσης Πάνου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οι ερωτευμένοι... - Βαγγέλης Ραπτόπουλος

Δημήτρης Καταλειφός - Πίσω από τζάμια θολά

Κώστας Ακρίβος - Ανδρωμάχη