Το Ταξίδι


  Ξυπνούσε πολύ πρωί. Έφτιαχνε καφέ κι άναβε τσιγάρο. Καθόταν στο μπαλκόνι αν η εποχή το επέτρεπε. Αν όχι βολευόταν σε μια καρέκλα δίπλα στη μπαλκονόπορτα και παρατηρούσε το ξημέρωμα. Όταν πια το φως ήταν αρκετό, άνοιγε ένα βιβλίο και διάβαζε. Τώρα στα γεράματα διάβαζε κυρίως ποίηση. Εκείνα τα ογκώδη μυθιστορήματα που διάβαζε στα νιάτα του είχαν σφραγιστεί στην καρδιά του από εκείνο το γλυκό, πυρετώδες πέρασμα. Οι ήρωες και οι πλοκές περιδιάβαιναν στο μυαλό, στα πνευμόνια, και στα σωθικά του σαν αναμνήσεις ενός αθάνατου θεού. Η ποίηση τον συνόδευσε όλα αυτά τα χρόνια σ' αυτό το σκληρό, άναρχο και μάταιο έργο που ονομάζεται ζωή. Η ποίηση τον καθησύχαζε και ταυτόχρονα τον αγρυπνούσε και τώρα, στα γεράματα, που κάθε μέρα έμοιαζε με τέλος κι αρχή.
  Ήταν πολύ γέρος. Σιωπηλός και παράξενος. Παράξενος για τα μάτια των κατοίκων του χωριού όπου έμενε. Σιωπηλός γιατί δεν βρήκε ποτέ του τίποτα να πει.
  Το παρελθόν του ήταν άγνωστο σε όλους. Καλύτερα έτσι, σκεφτόταν. Ποιος άλλωστε πιστεύει στο παρελθόν; Μάλλον ένας ελαφρόμυαλος. Ποιος μπορεί να εμπιστευτεί τα χνώτα ενός απατεώνα φύλακα ασφαλείας της μνήμης, που έχει τα κλειδιά κάθε πόρτας του άγνωστου ονειρικού κόσμου; Πώς να αποδείξεις τα περασμένα;
  Έφτιαξε λοιπόν καφέ κι άναψε τσιγάρο. Ύστερα άνοιξε ένα βιβλίο που είχε μπροστά του. Μια ανθολογία με Γάλλους ποιητές. Έπεσε πάνω στον Μαλαρμέ και χάρηκε. Βέβαια, αν κάποιος τον παρατηρούσε απ' έξω θα έλεγε πως είναι ανέκφραστος. Κι ίσως να ήταν. Αλλά μέσα του ήταν ήρεμος. Ένιωσε εκείνη την γαλήνια ικανοποίηση και ζεστασιά διαβάζοντας το όνομα του αγαπημένου του ποιητή.
  Τα γράμματα, οι λέξεις, οι προτάσεις, οι στίχοι και τα ποιήματα έτρεχαν μπροστά και μέσα στα μάτια του και μέσα του βαθιά σαν φοβισμένα άλογα.
  Η ώρα περνούσε κι ο ήλιος ανέβαινε όλο και πιο ψηλά στα σκαλοπάτια του ουρανού. Κάποια στιγμή έκλεισε το βιβλίο απίθωσε την κούπα του καφέ στο νεροχύτη, πλύθηκε, ντύθηκε και βγήκε έξω σε μια πεντακάθαρη μέρα του Ιανουαρίου. Έβαλε τα χέρια πισθάγκωνα κι άρχισε να κατηφορίζει το στενό δρόμο.
  Πέρασε μπροστά από σπίτια φρέσκα και δροσερά σαν γινωμένα φρούτα που μύριζαν ζωή και επαρχιωτική ευτυχία. Τα λουλούδια φύτρωναν από τις γλάστρες στα κάγκελα των μπαλκονιών και γλίστραγαν σαν τεθλασμένες στο πεζοδρόμιο. Έτσι εξηγείται γιατί μυρίζουν ζωή, σκεφτόταν. Τα ρούχα στέγνωναν στα σύρματα σαν σταυρωμένα σώματα που κουβαλούν μιαν ελευθερία. Που και που μια νοικοκυρά έβγαινε να περιποιηθεί το μπαλκόνι της ή να ξεκουραστεί σε μια καρέκλα από τις πρωινές δουλείες του σπιτιού.
  Πιο κάτω σε μια οικοδομή οι εργάτες ίδρωναν μέσα στα τσιμέντα και τα φτυάρια, εχθροί του άρχοντα ήλιου κι αδιάφοροι για την ιεροτελεστία της μάνας γης. Οι θόρυβοι ήταν ανάκατοι και ανυπόφοροι, τα μπετά και τα τούβλα έσμιγαν με επιθυμίες, με έναν ρυθμό απελπισίας και εξόντωσης.
  Περπάτησε λίγο πιο γρήγορα.
  Πέρασε μπροστά από ένα σπίτι ετοιμόρροπο σαν καμένο που είχε κάτι φρικτό και μακάβριο. Ίσως σ' ένα βιβλίο του Λάβκραφτ να ήταν στοιχειωμένο. Ή σ' ένα βιβλίο του Μάρκεζ να ζούσε μια φτωχή κι απεγνωσμένη γυναίκα. Στην πραγματικότητα όμως το μυστικό του σπιτιού αυτού κρυβόταν πίσω από την κλειστή πόρτα του και τα κλειστά παραθύρια του. Ίσως εκεί να κρύβεται και το μυστικό του κόσμου.
  Περπάτησε ακόμα πιο γρήγορα για να φτάσει στην πλατεία. Εκεί που έπαιζαν τα παιδιά.
  Όταν πλησίαζε άκουσε τα γέλια τους και τις φωνές. Προσπαθούσε να μαντέψει τι παιχνίδι έπαιζαν. Κρυφτό; Κυνηγητό; Κουτσό; Αμπάριζα; Ποδόσφαιρο; Αχ τα παιδιά, σκεφτόταν.Τα παιδιά είναι τα πιο σοφά πλάσματα στο σύμπαν μαζί με τα ζώα. Και το κυριότερο είναι ότι όλοι μας είμαστε ζώα και όλοι μας υπήρξαμε παιδιά. Ίσως να είμαστε ακόμα παιδιά. Ίσως να είμαστε πάντα παιδιά.
  Δες τα παιχνίδια των παιδιών. Ο ένας προσπαθεί να σώσει τον άλλο. Στο κυνηγητό ο ένας προσπαθεί να σώσει τον άλλο όταν είναι “φυλακισμένος”. Στο κρυφτό συνεννοούνται από τις κρυψώνες τους με σιωπηλά βλέμματα. Στο ποδόσφαιρο χαίρονται με αληθινή χαρά για ένα γκολ. Ύστερα όταν μεγαλώνουν κάποια μεγαλύτερα παιδιά τους μαθαίνουν τον ανταγωνισμό και κάποια ακόμα μεγαλύτερα την εκδίκηση. Γράφουν “διαγωνίσματα”, κάνουν “πρωταθλητισμό”, χιλιάδες δίνουν συνέντευξη για μία θέση που μπορεί να τους σκοτώσει. Κι έτσι χάνεται η σοφία στο δέλτα του ποταμού της ζωής στον απύθμενο και απέραντο ωκεανό.
  Όλη η ποίηση κρύβεται, ανθίζει στα παιδιά. Γι' αυτό διαβάζουμε ποίηση. Για να μείνουμε πάντα παιδιά. Για να δίνουμε ένα τριαντάφυλλο στον αγαπημένο μας άνθρωπο και να αγκαλιάζουμε τη ζωή σαν να είναι ένα τυλιγμένο δώρο χριστουγέννων. Στο δικό της μυστήριο, στη δικιά της άβυσσο να προσκυνάμε.
  Όταν έφτασε στην πλατεία έκατσε σ' ένα παγκάκι και παρακολουθούσε. Κυνηγητό έπαιζαν τελικά. Οι πιο πολλοί τουλάχιστον. Άλλα παιδιά συζητούσαν κι έλεγαν αστεία σ' έναν κύκλο. Άλλα καθόντουσαν σ' ένα πεζούλι και ξεκουράζονταν με τα ποδήλατα μπροστά τους. Μερικά ζευγαράκια καθόντουσαν παράμερα και τα αγόρια έκαναν τα κορίτσια να γελάνε. Κάτι μεγαλύτερα παιδιά πιο κάτω συζητούσαν και αλληλοπικάρονταν.
  Η μέρα κυλούσε χαμογελαστή. Το θέατρο της ζωής έμενε κολλημένο σε μια πράξη γαλήνιας δροσιάς κι ανεμελιάς, καθυστερώντας την επόμενη πράξη της φρίκης και της τραγωδίας.
  Σηκώθηκε από το παγκάκι που καθόταν κι άρχισε να κατηφορίζει το δρόμο που έβγαζε στη δημοσιά.
  Κάποιοι τρομαγμένοι κάτοικοι του χωριού είπαν πως τον είδαν να τρέχει καθώς ξεμάκραινε με τα χέρια του ανοιχτά.
  Είχε φτάσει η στιγμή να αγκαλιάσει το θάνατο. Κι έπειτα από ένα μακρύ ταξίδι που τελείωσε,είχε έρθει η στιγμή να ξεκινήσει ένα καινούριο.


Θανάσης Πάνου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οι ερωτευμένοι... - Βαγγέλης Ραπτόπουλος

Δημήτρης Καταλειφός - Πίσω από τζάμια θολά

Κώστας Ακρίβος - Ανδρωμάχη