Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Σεπτέμβριος, 2018

Ένας ονειρεμένος θάνατος

Εικόνα
Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένας κατεστραμμένος άνθρωπος. Κάθε πρωί που ξύπναγε ονειρευόταν τον θάνατό του. Ήθελε να είναι απλός, αλλά γοητευτικός. Τι πιο σαγηνευτικό από την απλότητα των πραγμάτων;! Δεν ήθελε να αργήσει πολύ. Εκεί γύρω στα 27-28 θα φώναζε τον χάρο να τον πάρει. Από το μυαλό του περνούσαν διάφορες ιδέες. Να πέσει ξερός σ' ένα άδειο μπαρ μια πρωινή ώρα εξαντλημένος από το μεθύσι και τη ζωή. Να τον βρουν νεκρό σ' ένα κρύο πεζοδρόμιο από υπερβολική δόση ναρκωτικών. Κι ύστερα οι άνθρωποι θα τον μάζευαν από το πεζοδρόμιο θα καθάριζαν τα απομεινάρια και θα συνέχιζαν τις ζωές τους. Θα τον θυμούνται όμως για πάντα. Αυτό ήθελε. Όμως αυτό δεν είναι εύκολο. Γι'αυτό και κάθε βράδυ κλεινόταν στο σπίτι του και έγραφε ποιήματα. Καμιά δεκαριά ποιήματα κάθε βράδυ που θα του διασφάλιζαν την υστεροφημία. Τα χαρτιά και τα βιβλία, στο σπίτι του, ήταν άφθονα. Μία μικρή γκαρσονιέρα 10 λεπτά από το κέντρο της πόλης. Τα φώτα ήταν πάντοτε ανοιχτά. Τα απογεύματα έβγαι

Πάλλευκο Κέντρο

Μίλησαν πολύ για πολλά πράγματα και πολλά λόγια φωνάζοντας για ένα κενό που δεν το πίστευαν. Δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό απ' το να σέβεσαι τη μοναξιά. Όλοι μοναξιές που χοροπηδούν στο σύμπαν σ' ένα όλον που δεν δέχεται τίποτα πέρα από τη σιωπή. Καταφέρνουμε που και που να ενώσουμε τις γραμμές μας με παράξενα σχήματα που αφήνουν ένα πάλλευκο κέντρο για την ηρεμία της συνείδησης και ζωγραφίζουμε με ξυλομπογιές σαν παιδιά με ελαφριά μικρά χέρια που τραγουδούν. Σε περιμένω λοιπόν απόψε να ενώσουμε τις μοναξιές μας. Αν και βρέχει μην πάρεις ομπρέλα: ο ήλιος με τα σύννεφα γεννούν ξυλομπογιές και εμπνεύσεις σχημάτων και τις πετούν σ' εκείνο το κέντρο που μοιάζει με την καρδιά του κόσμου. Θανάσης Πάνου

Όλοι χάσαμε κάποια στιγμή τη μπάλα

Εικόνα
Όλοι κάποια στιγμή χάσαμε τον εαυτό μας. Όχι τον έλεγχο. Τον εαυτό μας. Νιώσαμε να φεύγουν τα τούβλα και τα σίδερα από την κατασκευή μας που θεωρούσαμε γερή και ριζωμένη με το χώμα της ύπαρξης. Χάσαμε όλο το πνευματικό μας υπόβαθρο, το κεφάλι μας άρχισε να βουίζει και να αδειάζει. Οι αγάπες και οι συγκινήσεις έγιναν ράθυμες στιγμές σ' έναν βίο που φάνταζε χαμένος για λίγο. Να φταίνε τα θεμέλια; Οι συγκρούσεις; Οι επιθυμίες; Τα απωθημένα; Το σύμπαν; Δεν γνωρίζω, δεν είμαι ψυχολόγος. Ένας απλός παρατηρητής θα έλεγα πως είμαι, όπως όλοι μας. Και όπως όλοι κάνουμε δίνω κι εγώ επιπόλαιες και βιαστικές απαντήσεις σε θέματα που φοβάμαι να αναλύσω και να αναμετρηθώ με το σινάφι τους. Αλλά δεν μπορεί να γίνεται για πάντα αυτό. Κάποια στιγμή πρέπει να ρωτήσεις τη σιωπή. Είναι συμπαθητική και γοητευτική αν της πιάσεις κουβέντα. Φταίμε εμείς που τις βάλαμε από την αρχή ένα τοίχος, ένα άκυρο όντας σίγουρη ότι τίποτα δεν έχεις να μας προσφέρει. “Με τον διάλογο ανακαλύπτεις τον εαυτό σου”

Ούτε ένα τέλος δε μπορώ να βρω

Εικόνα
-Ούτε ένα τέλος, φώναξε. Ούτε ένα τέλος δε μπορώ να βρω. -Μα το τέλος είναι πάντα το ίδιο, της είπα. Πάντα κάποιος πεθαίνει. Και στο τέλος πεθαίνουμε όλοι. -Ναι αλλά εγώ θέλω κάτι πριν απ' αυτό. -Άρα δε θες το τέλος. -Πάντα κάτι γίνεται που ζει λίγο παραπάνω από εμάς και καθορίζει το τέλος. -Τίποτα δε ζει παραπάνω από εμάς. Μόνο κάτι που γεννιέται από εμάς. Κι αυτό παύει να είναι ιδιοκτησία μας. -Άρα ψάχνω αυτό που θα μας αφήσει ήσυχους να πεθάνουμε. -Αν μας άφηναν ήσυχους να πεθάνουμε δε θα 'χαμε γεννηθεί καν. -Κάτι που να μας εκτοξεύει, γαμώτο. Κάτι που μας προκαλεί έκσταση. Ήταν πολύ θυμωμένη. -Ο έρωτας. -Δεν είναι τα πάντα ο έρωτας. -Όχι, αλλά τα πάντα είναι έρωτας. -Καλά λέμε ότι εσείς οι άντρες το μυαλό το έχετε στο κάτω κεφάλι. -Όλοι εκεί το έχουμε, ανάμεσα στα σκέλια, αλλά φοβόμαστε τον εαυτό μας. -Βοήθα με να βρω το τέλος. -Το ξέρεις το τέλος. Απλά το φοβίζεις με τις φωνές που βάζεις. -Αμάν! Όλα φόβος και έρωτας. -Ακριβώς! Όλα ε

Οι άδειες αυλές

Εικόνα
Φεύγουν έτσι γρήγορα οι νύχτες οι μέρες τα χρόνια οι αιώνες περνάμε τον καιρό μας ζητιανεύοντας λίγη χαρά που μας κουράζει κι ύστερα κλαίμε γιατί οι αυλές αδειάζουν απότομα και χάνουμε όσες ευκαιρίες είχαμε έμειναν να μας παρηγορούν τα χαρούμενα αστέρια που χοροπηδούν στον ουρανό σαν αυτά του Κέρουακ και κατεβαίνουν σαν αστραπές στα άδεια μας σπίτια σκορπώντας διαμαντένιες μνήμες που θα μείνουν στις άδειες μας αυλές στους κρύους χειμώνες και στα ζεστά καλοκαίρια και θα ξεθωριάζουν αργά σαν τα σώματα των ανθρώπων που τις γεύτηκαν και θα μας φιλούν γλυκά τις νύχτες της σιωπής και της μελαγχολίας της απέραντης αιωνιότητας και του θανάτου. Θανάσης Πάνου

Κι εγώ ήμουν έκπληκτος, πολύ σαστισμένος... - Jack Kerouac

Εικόνα
     Κι εγώ ήμουν έκπληκτος, πολύ σαστισμένος, απ’ τις γρήγορες υπέροχες ατάκες τακ τακ στο κοιμισμένο μυαλό μου. Ήμασταν όλοι ζαλισμένοι και μεθυσμένοι. Ήταν μια τρελή νύχτα. Τέλειωσε με τον Κάφλιν και μένα, να παλεύουμε και να κάνουμε τρύπες στον τοίχο, σχεδόν ρίξαμε το μικρό καλύβι. Ο Άλβα ήταν αρκετά θυμωμένος και την επόμενη μέρα. Κατά τη διάρκεια του αγώνα, στην ουσία σχεδόν έσπασα το πόδι του καημένου του Κάφλιν· εγώ είχα μια αγκίδα ξύλου καρφωμένη μια ίντσα μέσα στο δέρμα μου, δε βγήκε παρά ένα χρόνο αργότερα. Εν τω μεταξύ, κάποια στιγμή, ο Μόρλεϊ εμφανίστηκε στην πόρτα σαν φάντασμα κουβαλώντας δυο τέταρτα γιαούρτι και ρωτώντας αν θέλαμε καθόλου. Ο Τζάφι έφυγε κατά τις δύο το πρωί λέγοντας ότι θα ‘ρχόταν πίσω να με πάρει το πρωί για τη μεγάλη μας μέρα εξοπλίζοντάς με με πλήρες σακίδιο. Όλα ήταν υπέροχα με τους τρελούς Ζεν, το τρελάδικο ήταν πολύ μακριά για να μας πάρει είδηση. Αλλά σ’ όλα αυτά υπήρχε μια σοφία, όπως θα δείτε αν κάνετε ένα περίπατο κάποια νύχτα σ’ ένα προ

Ανάσκελα

Εικόνα
Πάνω στα βαθιά αστέρια είχα στραμμένο το βλέμμα καλοκαιρινά και ζεστά με πλένανε απ’ τις λακκούβες της μέρας κι απ’ τα σύννεφα που με πλακώσανε κάποια στιγμή που δεν θυμάμαι πια. Τα ρώτησα για την πίκρα της ζωής και μου απάντησαν πως «έτσι είναι αυτά» και πως ο ήλιος θα γίνεται πάντα κόκκινος όταν πέφτει πίσω απ’ τα βουνά και μας βαριέται το φως και οι ευκαιρίες του που πετάει στις χωματερές και στις βρώμικες θάλασσες ένα ανεκπλήρωτος έρωτας ένα χέρι που δεν έπιασες μια αγκαλιά που δεν πήρες ένα φιλί που δεν έδωσες. Οι γάτες μας πάνω στα κεραμίδια μας και στα μπαλκόνια μας λαγοκοιμούνται χωρίς κανένα χαμένο νόημα να εμποδίζει τα βλέφαρά τους να κλείσουν παρά μονάχα οι κραυγές των ανθρώπων για λίγη προσοχή για λίγη ακρόαση που έγινε πολλή ξαφνικά για μια πόζα σ’ έναν υπερσύγχρονο φακό που θα κρατήσει για λίγη ώρα το χέρι ανάμεσα στα σκέλια για ένα γέλιο τρανταχτό που τελικά δεν σταματάει καθόλου τον χρόνο