Η ιστορία του Φ.


  
  Μια όμορφη μέρα ξημέρωνε στο ορεινό χωριό που ζούσε ο Φ. Ο ήλιος ανέβαινε ζεστός πάνω από τα βουνά, σαν το βλοσυρό μάτι μιας άγνωστης δύναμης που καθόριζε τα πάντα. Ίσως αυτό να τον ξύπνησε, καθώς οι ακτίνες τρύπωναν ανενόχλητες μέσα από το παράθυρο και τις χαραμάδες της κουρτίνας κι έκαναν τα μάτια του Φ. να ανοίξουν απότομα. Ένιωσε μια πρωτόγνωρη ζεστασιά μέσα στα στήθια του και μια γαλήνη να απλώνεται παντού γύρω του σαν την άμμο που σκεπάζει την έρημο.
  Σηκώθηκε από το κρεβάτι μένοντας κι ο ίδιος έκπληκτος με την ηρεμία των κινήσεών του. Κατευθύνθηκε προς το παράθυρο και τράβηξε τις κουρτίνες. Ένας καταγάλανος ουρανός κι ένας ήλιος σαν χρυσή φλόγα ξετυλίγονταν μπροστά του. Η πρωινή δροσιά και υγρασία σκέπαζαν τη χλόη των απέραντων πεδιάδων του χωριού σαν ζάχαρη άχνη.
Πλύθηκε, ντύθηκε, σουλουπώθηκε, έφτιαξε καφέ και έκατσε να τον απολαύσει στο τραπεζάκι που είχε κοντά στο παράθυρο. Εκεί συνήθως διάβαζε τα βράδια, όταν έπεφτε ο ήλιος, μ' ένα λαμπατέρ να φωτίζει τις σελίδες του βιβλίου του. Την αγαπούσε αυτή τη γωνιά, αλλά ποτέ ως τώρα δεν είχε πάρει το πρωινό του εκεί. Εκείνη την ημέρα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Η ομορφιά του ηλιόλουστου πρωινού και η γαλήνη του τον τραβούσαν κοντά του, όπως σε μαγνητίζει ένα αληθινό βλέμμα.

  Ο Φ. κατοικούσε σ' αυτό το χωριό είκοσι χρόνια, από τότε δηλαδή που γεννήθηκε. Οι γονείς του έφυγαν πριν δύο χρόνια για να ζήσουν και να δουλέψουν στην πόλη. Ο πατέρας του λογιστής και “οικονομικός σύμβουλος” του χωριού, -αφού όλοι οι χωριανοί ζητούσαν τη συμβουλή του για την οικονομία του νοικοκυριού τους- δέχτηκε μια πρόταση για μια ευυπόληπτη θέση σε μια μεγάλη εταιρία κι έτσι αποφάσισαν με την μητέρα του -η οποία εκτελούσε χρέη βοηθού στο λογιστήριο του πατέρα του- να μετακομίσουν στην πόλη οικογενειακώς με την προσδοκία μιας καλύτερης ζωής και μιας μελλοντικής ευημερίας. Όχι ότι στο χωριό ζούσαν δύσκολα και φτωχικά, αλλά η πρόταση ήταν τόσο δελεαστική που γέμισε τις ψυχές τους ελπίδες και όνειρα. Ο Φ. ωστόσο δεν ήθελε να εγκαταλείψει το χωριό του. Το αγαπούσε κι ήθελε να ζήσει εδώ μέχρι τον θάνατό του. Οι γονείς του παρά τα αρχικά τους παρακάλια, έδωσαν στον ενήλικο πλέον υιό τους την ελευθερία της επιλογής. Σαφώς, ο Φ. γνώριζε τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε συντηρώντας ένα σπίτι μόνος του, αλλά δεν τον φόβιζαν καθόλου. Μπορεί να πει κανείς ότι ήταν γεννημένος για την ανεξαρτησία.
  Έστελνε διάφορα κείμενα σε εφημερίδες και περιοδικά τα οποία του εξασφάλιζαν ένα ικανοποιητικό εισόδημα. Το όνειρό του ήταν να γίνει συγγραφέας.

  Όταν ήπιε και την τελευταία γουλιά απ' τον καφέ του, εκείνη η ζεστασιά που ένιωσε όταν άνοιξε τα μάτια του επέστρεψε μαζί με μία σκέψη ή μάλλον απόφαση. Σήμερα πρέπει να βρω την ευτυχία. Ήταν, σίγουρα, μια παράξενη σκέψη, αλλά εκείνον τον ενθουσίασε. Έβαλε, λοιπόν, τα παπούτσια του και το μπουφάν του και βγήκε έξω στην δροσερή λιακάδα.
  Άρχισε να κατηφορίζει προς το κέντρο του χωριού όταν συνάντησε έναν ηλικιωμένο άνδρα που καθάριζε το πεζοδρόμιο μπροστά από το σπίτι του. Ήταν τόση η ζεστασιά (σχεδόν κάψα) μες στα στήθια του που τα λόγια του ήταν σαν να βγαίνουν από ένα αόρατο φάντασμα.
  “Προς τα πούμε πάμε για την ευτυχία;”, ρώτησε τον ηλικιωμένο.
  Εκείνος δεν του απάντησε, παρά μόνο μουρμούρισε κάτι μέσα απ' τα δόντια του και του έδειξε βαριεστημένα με το αριστερό χέρι προς την κατηφόρα που οδηγούσε στο κέντρο του χωριού.
Ο Φ. του είπε “ευχαριστώ” με εγκαρδιότητα και ευγνωμοσύνη που απάντησε στην ερώτησή του και συνέχισε να περπατάει ανέμελος στον δρόμο.
  Όταν έφτασε στην πλατεία του χωριού, είδε παιδιά να τρέχουν από 'δω κι από 'κει παίζοντας διάφορα παιχνίδια, αντροπαρέες να συζητάνε με ένταση για πολιτικά ή ποδοσφαιρικά θέματα, κοριτσοπαρέες να γελάνε χαριτωμένα, οικογένειες να απολαμβάνουν την καλοκαιρινή διάθεση της ημέρας περιδιαβαίνοντας τους πεζόδρομους αγκαλιασμένοι, ηλικιωμένα ζευγάρια που έπιναν τον καφέ τους κάτω από τις σκιές των δέντρων.
  Ξάφνου το βλέμμα του εντόπισε έναν μεσήλικα που καθόταν μόνος του σ' ένα παγκάκι στο κέντρο της πλατείας. Τον πλησίασε με μια αυτοπεποίθηση που δεν ήξερε πως είχε και κάθισε δίπλα του. Ο άγνωστος άνδρας δεν του έδωσε καμία σημασία.
  “Συγνώμη που σας ενοχλώ”, απολογήθηκε ευγενικά, “πες τε μου, εδώ βρίσκεται η ευτυχία;”
  Ο άνδρας μουρμούρισε κάτι μέσα απ' τα δόντια του και του έδειξε με το αριστερό χέρι προς ένα στενό σοκάκι.
  “Ευχαριστώ”, του είπε ο Φ. και τράβηξε κατευθείαν για εκεί.
  Τελικά το δρομάκι δεν ήταν όσο στενό φαινόταν από μακριά. Ήταν έρημο. Ούτε ένας άνθρωπος ούτε ένα μαγαζί, ούτε μια πόρτα, ούτε παράθυρα. Ο Φ. περπατούσε και κοιτούσε γύρω του περίεργος. Κάποια στιγμή βρήκε μπροστά του έναν τοίχο. Το μονοπάτι συνέχιζε μόνο αριστερά κι έτσι το ακολούθησε.
  Βγήκε σε μια περιοχή που δεν γνώριζε καν ότι υπάρχει. Είκοσι χρόνια ζούσε σε αυτό το χωριό και δεν πίστευε ποτέ ότι μπορεί να υπάρχει κάτι τέτοιο στο παραδεισένιο τούτο μέρος. Το θέαμα ήταν πρωτόγνωρο και αποτρόπαιο γι' αυτόν. Πρεζάκια κείτονταν στο έδαφος βογγώντας, προσπαθώντας να αρθρώσουν κάτι ακατάληπτο, πόρνες τριβόντουσαν στο πέος του υποσχόμενες αξέχαστες καυτές εμπειρίες, μέθυσοι κοιμόντουσαν πάνω σε σορούς σκουπιδιών ή κάτω από πεταμένα βαρέλια, μέντιουμ τον προσκαλούσαν να του αποκαλύψουν το μέλλον του, βαποράκια του πρότειναν την “καλύτερη ποιότητα μαύρου” σε εξευτελιστικές τιμές.
  Ο Φ. προσπαθούσε να ξεφύγει απ' όλα αυτά περπατώντας γρήγορα ιδρωμένος και φοβισμένος. Το βλέμμα του λίγο πιο μακριά, έπεσε πάνω σ' έναν νεαρό που έστεκε με ακουμπισμένη την πλάτη και το αριστερό του πόδι σ' έναν τοίχο και κάπνιζε. Υπέθεσε πως κι αυτός θα είναι πρεζόνι, αλλά παρ' όλα αυτά πήγε προς το μέρος του.
  Ήταν νέος, πάνω κάτω στην ηλικία του Φ., αλλά όπως το περίμενε δεν του έδωσε καμία σημασία.
  “Προς τα που πάω για την ευτυχία;”, του φώναξε ο Φ. για να ακουστεί μέσα στην όλη φασαρία που έβγαινε από τις μπιραρίες και τα καπηλιά.
  Ο νεαρός άνδρας φάνηκε κάτι να μουρμουρίζει μέσα απ' τα δόντια του (ο Φ. προσπάθησε ν' ακούσει, αλλά δεν τα κατάφερε) και του έδειξε με το αριστερό του χέρι προς έναν δρόμο στα αριστερά του.
  Ο Φ. φώναξε “ευχαριστώ” και έτρεξε σχεδόν προς τα εκεί που του έδειξε ο νεαρός άγνωστος άνδρας.
  Ήταν μια απότομη ανηφόρα με πέτρες που πολλές θά 'λεγες ότι περίμεναν τα χέρια του Φ. για να ξεκολλήσουν. Έχανε συνεχώς την ισορροπία του και συχνά κατρακυλούσε προς τα κάτω. Επιστρατεύοντας κάθε φορά περισσότερο πείσμα, συγκέντρωση και προσοχή, έφτανε όλο και πιο ψηλά μα πάλι κατρακυλούσε.
  Κάποια στιγμή, αγγίζοντας σχεδόν την κορυφή, οι πέτρες κάτω απ' τα πόδια του υποχώρησαν κι έπεσε με δύναμη εκεί απ' όπου είχε ξεκινήσει. Απογοητευμένος κι εξουθενωμένος κάθισε κάτω να ξεκουραστεί.
  Μετά από κάμποση ώρα, όταν τα χέρια του και τα πόδια του χαλάρωσαν και ο ίδιος ανέπνεε κανονικά, έριξε το βλέμμα του προς τον καταγάλανο ουρανό σαν να τίναζε ένα ολόλευκο φρεσκοπλυμένο σεντόνι. Εκείνη η γνώριμη πλέον ζεστασιά επανήλθε στον θώρακά του κι αφού πήρε τρεις βαθιές εισπνοές κι εκπνοές, ξεκίνησε και πάλι να ανεβαίνει την ανηφόρα.
  Αυτή τη φορά τα κατάφερε χωρίς κανένα εμπόδιο στον δρόμο του. Φτάνοντας στην πολυπόθητη κορυφή αγνάντεψε τις καταπράσινες πεδιάδες που απλώνονταν και στις 360 μοίρες του ορίζοντα κι αφουγκράστηκε τη σιωπή και τη γαλήνη της στιγμής.

  Ένιωσε το σώμα του να καίει απ' την κορφή ως τα νύχια, το κοιτούσε παραξενεμένος όπως και τα πάντα γύρω του. Σαν να τα έβλεπε πρώτη φορά. Σαν να ήταν όλα δικά του και ταυτόχρονα όλα ξένα.
  Ένας καθρέφτης προσγειώθηκε μπροστά στα πόδια του. Τον σήκωσε με απαλές κινήσεις και τον έφερε μπρος στο πρόσωπό του.
  Έντρομος κοιτούσε το γερασμένο του πρόσωπο γεμάτο ρυτίδες και άσπρες τρίχες. Τα χέρια του είχαν ζαρώσει όπως και όλο το υπόλοιπο κορμί του.
  Ξαφνικά σαν να άνοιξε η γη στα δύο και να τον κατάπιε βρέθηκε να πέφτει σε μια σκοτεινή άβυσσο.

  Όταν άνοιξε τα μάτια του, βρισκόταν στην πλατεία του χωριού ξαπλωμένος σ' ένα παγκάκι. Ανασηκώθηκε και κοίταξε γύρω του. Ένιωθε γεμάτος, δεν μπορούσε να εξηγήσει από τι.
  Μια μπάλα σύρθηκε στα πόδια του και τη σταμάτησε. Ένα παιδί ήρθε για να την πάρει και τον κοίταξε στα μάτια. Του χαμογέλασε σαν να τον ήξερε. Ο Φ. το κοιτούσε ανέκφραστος.
  “Θα μου πεις τι είδες;”, τον ρώτησε ο μικρός.
  Ο Φ. δεν σταματούσε να τον κοιτάζει. Η ζεστασιά απλώθηκε σαν φτερούγισμα μες στην καρδιά του και τον ηρέμησε ακόμη περισσότερο. Χάιδεψε το κεφάλι του μικρού ανακατεύοντάς του τα μαλλιά, του χαμογέλασε και το πρόσωπό του φωτίστηκε σαν ήλιος.


Θανάσης Πάνου

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οι ερωτευμένοι... - Βαγγέλης Ραπτόπουλος

Δημήτρης Καταλειφός - Πίσω από τζάμια θολά

Κώστας Ακρίβος - Ανδρωμάχη