Ο υπερρεαλισμός και οι λέξεις


Φτάνω αρκετές φορές στο σημείο όπου αναρωτιέμαι γιατί ασχολούμαστε με τις λέξεις. Η πρώτη, εύλογη, απάντηση είναι επειδή είμαστε άνθρωποι και πρέπει κάπως να επικοινωνήσουμε. Οι λέξεις, όμως, έχουν διφορούμενες προσωπικότητες, κρύβονται πίσω απ' την αμφισημία τους και ως εκ τούτου καταφέρνουν να διευκολύνουν και να δυσκολεύουν (κάποιες φορές ταυτόχρονα) την επικοινωνία μας. Αυτό που για μένα σημαίνει άσπρο για κάποιον άλλο σημαίνει μαύρο, η κιθάρα σημαίνει μπουζούκι και το γραφείο σκαμπό. Ποιος άραγε έχει δίκιο και ποιος άδικο; Και πώς ακριβώς προσδιορίζονται αυτοί οι δύο χαρακτηρισμοί;

Όπως θα έλεγε και ο Faulkner, οι λέξεις είναι κενές με άυλο περιεχόμενο. Εκεί βασίζεται και η άποψη που έχω διαμορφώσει με τον καιρό όσον αφορά την πραγματικότητα. Η πιο ρεαλιστική εξήγηση των πραγμάτων είναι ο υπερρεαλισμός. Αυτή η άποψη, σαφώς, είναι προσωπική και δεν ζητώ από κανέναν να την υιοθετήσει άκριτα. Ο υπερρεαλισμός έχει αυτή την σαγηνευτική ικανότητα να πλησιάζει σε απόσταση αναπνοής την δύναμη της σιωπής και να της προσδίδει μια μορφή μοναδική κάθε φορά. Εκεί βρίσκεται και η μαγεία της ποίησης και της τέχνης εν γένει κι είναι ο λόγος που η φαντασία του ανθρώπου δε θα στερέψει ποτέ. Όταν στην εφηβεία άνοιξα βιβλία του Eluard, του Breton, του Εμπειρίκου, του Rimbaud και του Rilke (αν και οι δύο τελευταίοι κατατάσσονται σε άλλα κινήματα), κατάλαβα ότι με αυτόν τον τρόπο η ανθρωπότητα καταφέρνει να εκφράσει τις πτυχές που με κανέναν άλλο τρόπο δεν μπορεί να το κάνει. Οι Ινδιάνοι έλεγαν ότι η ποίηση είναι δυο λέξεις που συναντιούνται για πρώτη φορά. Και ο υπερρεαλισμός το αποδεικνύει.

Η απάντηση, λοιπόν, στην ερώτηση «γιατί ασχολούμαστε τελικά με τις λέξεις;», βρίσκεται στην ίδια την ερώτηση. Επειδή οι λέξεις είναι διφορούμενες και κατ' επέκταση παραπλανητικές και για τον καθένα ξεχωριστές, ο συνδυασμός τους κάνει θαύματα. Δημιουργεί και καταστρέφει κόσμους, ζωντανεύει όνειρα και εφιάλτες, αναζωπυρώνει και σκοτώνει έρωτες. Οι λέξεις παρ' ότι φαντάζουν αδύναμες, ταυτόχρονα έχουν μια δύναμη που κανένας δεν μπορεί να ελέγξει.

Ίσως η πιο τρανή απόδειξη είναι το παράδειγμα του ποτέ και του πάντα. Αν ένα κορίτσι ή ένα αγόρι πει σε κάποιο άλλο κορίτσι ή αγόρι «δε θα σε ξεχάσω» ή «θα σ' αγαπώ», οι φράσεις αυτές μένουν λειψές, τους λείπει κάτι που θα τις εκτοξεύσει από το στόμα κατευθείαν στην καρδιά. «Δε θα σε ξεχάσω ποτέ». «Θα σ' αγαπώ για πάντα». Όσο αληθινές ή ψεύτικες κι αν είναι αυτές οι εξομολογήσεις, έχουν μια μεγαλοπρέπεια, μια συναισθηματική βαρύτητα που δυο λέξεις κουβαλούν ακούραστα και διαχρονικά.

Είμαστε δέσμιοι των λέξεων και των διφορούμενων προσωπικοτήτων τους, αλλά και έρμαια της δύναμής τους. Παίρνουμε ηθελημένα μέρος στο παιχνίδι τους και αφήνουμε τις λύπες και τις χαρές μας πάνω τους για να γίνουν πιο υποφερτές. Οι λέξεις από μόνες τους δεν μπορούν να εκφράσουν την πιο βαθιά ψυχική μας αναταραχή, αλλά ο συνδυασμός τους μπορεί να γίνει φωτιά και λάβρα που παίρνει παραμάζωμα όσα δεν καταφέραμε ποτέ να ομολογήσουμε.

Και τότε, η αλήθεια είναι, πως δεν υπάρχει καμία σωτηρία.



Θανάσης Πάνου
Πίνακας: Forgotten Sunglasses, Vladimir Kush (1999)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οι ερωτευμένοι... - Βαγγέλης Ραπτόπουλος

Δημήτρης Καταλειφός - Πίσω από τζάμια θολά

Κώστας Ακρίβος - Ανδρωμάχη